…και η κόρη του φούρναρη!

Archive for the ‘διαφήμιση’ Category

Μόλις γύρισα από την ΛΑΜΠΟουρά!

11:00 ακριβώς ήμουν στην πλατεία Δαβάκη, στην Καλλιθέα. Και τη βλέπω; 1000 άτομα στην ουρά για μια λάμπα οικολογική. Το 99% συνταξιούχοι, 0,8% ξενύχτηδες,  2% ζευγαράκια και 1% άνεργοι. Τρόμαξα! Από τι ώρα έχετε στηθεί εδώ ρε «παιδιά»; Τι να κάνω, να κάτσω; Πόσες παίρνει ο καθένας; Ερωτήματα που απασχολούσαν όσους ερχόντουσαν λίγο καθυστερημένα. Πήγα μπροστά να δω πόσες δίνουν στον καθένα. Μία. Όλοι αυτοί για μία λάμπα. Αδιανόητο. Γύρισα στην ουρά. Προσπάθησα να μπω απ’ το πλάι και να κλέψω λίγες θέσεις, αλλά οι παππούδες δεν έδιναν ούτε εκατοστό. Κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Όπως οι πιγκουΐνοι, όταν προστατεύονται απ’ το κρύο. Μπήκα τελευταίος. Ένας ηλικιωμένος κύριος μπροστά μου άνοιξε ένα «φόρουμ» για να  περάσει πιο ευχάριστα η ώρα.
«Κινέζικες είναι;».
«Όχι, Philips» του απάντησε ένας συνομήλικός του δίπλα.
Αριστερά μου, μια κυρία γύρω στα 50, αλλοδαπή, άνοιξε το δεύτερο «φόρουμ».
«Άμα πονάει πόδι, πάει πιο μπροστά;». 
«Αυτά που ξέρεις στην πατρίδα σου» της απάντησε με έντονο ύφος ένας συνομήλικός της άντρας.
Μια γιαγιά άνοιξε το τρίτο «φόρουμ». «Σιμέλα, το πορτοφόλι σου πρόσεχε».        
«Εεε και να μου το πάρουν, δεν έχω τίποτα μέσα» της απάντησε μια συνομήλικη γυναίκα δίπλα της.

Τα 15′ πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Έφτασα στα κορίτσια που μοίραζαν τις λάμπες και πήρα μία. Κοίταξα το κουτί. Philips, 18 Watt, energy saver, 8 years, δείγμα δωρεάν. Την έβαλα στο μπουφάν και έφυγα. Τα φόρουμ στα παγκάκια, στην ουρά και στο δρόμο είχαν πάρει φωτιά. Πήγα σε σουπερμάρκετ γνωστής αλυσίδας να δω πόσο έχει το δείγμα δωρεάν. 8 ευρώ και 40 λεπτά.

Γρήγορα, αβασάνιστα, συμπεράσματα:           
1. To τζάμπα είναι πάντα πιο γλυκό
2. Το experiential μάρκετινγκ αποδίδει περισσότερο από μια τηλεοπτική καμπάνια
3. Οι συνταξιούχοι ακούνε/ βλέπουνε ΣΚΑΙ  
4. Οι νέοι, το Σάββατο ξυπνάνε μετά τις 11!

Γιατί τσαντίστικε η Τασούλα;

Τρίτη και 13 ήταν χθες, εμένα όμως η γκαντεμιά με έπιασε από τη Δευτέρα. Είχα δώσει ραντεβού με την Τασούλα στο Mall, έξω από τα Village, στις 8.30. Ξεκινάω από το σπίτι μου, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, και πάω περπατώντας μέχρι το σταθμό του τραίνου. Φτάνω στα εισιτήρια, στέκομαι μπροστά στο μηχάνημα, βάζω το χέρι μου στη δεξιά τσέπη για να βρω ψηλά, τίποτα. Ψάχνω στην αριστερή, πάλι τίποτα. Κοιτάω στο μπουφάν μου, μέσα, έξω, ανοίγω φερμουάρ, κουμπιά… ίχνος από ευρώ δεν υπάρχει. Επειδή ήταν δωρεάν δεν σκέφτηκα καθόλου να πάρω λεφτά. Που είχα το μυαλό μου; Πού αλλού; Στην στιγμή που θα έμπαινα στην σκοτεινή αίθουσα, θα καθόμουν αναπαυτικά στην τεμπέλικη πολυθρόνα και θα έπεφταν οι πρώτες εικόνες στην οθόνη (λατρεύω το σινεμά).
«Και τώρα τι κάνω;», αναρωτήθηκα.
«Μπαίνω έτσι στο τρένο», μου απάντησα.
«Και αν με πιάσει ελεγχτής;» ξανά αναρωτήθηκα.
«Γίνομαι Κάρλ Λούης», μου ξανά απάντησα.
«Και αν πήγαινε στα νιάτα του στίβο;», αναρωτήθηκα τρίτη φορά.
«Θα πάμε στο αυτόφωρο για εξακρίβωση στοιχείων», με αποστόμωσα για τρίτη φορά.
«Και μόλις η μάνα μου σηκώσει το τηλέφωνο θα πάθει έμφραγμα τρίτης θέσεως (έτσι τα ξεχωρίζουνε πλέον!)», είπα δυνατά πλέον.
«Έχεις μεγάλη φαντασία», πετάχτηκαν και είπαν κάποιοι δίπλα.
«Αυτά συμβαίνουν μόνο στα σίριαλ (…του Παπακαλιάτη)» είπαν κάποιοι πιο πέρα.
«Κλείσε το διάλογο με τον εαυτό σου και προχώρα παρακάτω παλιο @#$%» ,
είπαν κάποιοι κακοπροαίρετοι.

 Βγήκα λοιπόν απ’ το σταθμό, με χτύπησε λίγο ο αέρας στο πρόσωπο, και σκέφτηκα να πάρω τον αδελφό μου, μήπως και ήταν κάπου εκεί κοντά και πεταγόταν να μου δανείσει κάνα ψιλό. Βγάζω το κινητό, πατάω 6 και αμέσως η τηλεφωνήτρια με ένα ύφος σαδιστικό μου ανακοινώνει «ότι η κλήση που σκέφτομαι να πραγματοποιήσω πρόκειται να ξεπεράσει την αξία των συνδιαλέξεων που έχω ως  υπόλοιπο. Πατήστε ένα…». Τις στέλνω μερικές ευχές για αναπαραγωγή και το κλείνω. Χωρίς λεφτά, χωρίς κινητό, και χωρίς πλέον διάθεση παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Περπατάω στο πεζοδρόμιο και σκέφτομαι δυνατά – από τότε που βγήκαν τα ελεύθερα χέρια κανείς δεν με κοιτάει περίεργα. Φτάνω στην πόρτα του σπιτιού μου. Γυρίζω το κλειδί να ανοίξω, χτυπάει το κινητό.
«Που είσαι;», μου λέει απειλητικά η Τασούλα.
«Εεε… ξέρεις… προέκυψε κάτι τελευταία στιγμή και θα αργήσω λιγάκι», της απαντώ.
«Πόσο δηλαδή;», με ρωτάει με το ίδιο υφάκι. «59 λεπτά», τις απαντάω ήρεμα. Αυτή είναι μια τεχνική πωλήσεων που έμαθα στη διαφήμιση. Δε λες ποτέ, «mp3 player στην τιμή των 100 ευρώ», για να πουλήσεις, αλλά «mp3 player στην εκπληκτική τιμή των 99,9999999999 ευρώ» και ο καταναλωτής αμέσως σκέφτεται, «ευκαιρία, ούτε 100 ευρώ δεν κάνει» και το αγοράζει. Έτσι και με την Τασούλα. 59 λεπτά μωρό μου. Ούτε μια ώρα δε θα περιμένεις.  Έπιασε. Αφού κέρδισα με διαφημιστικό τρόπο τον απαραίτητο χρόνο, άρχισα να ψάχνω για λεφτά. 1 ευρώ και 60 λεπτά για την ακρίβεια. Έψαξα σε όλα το δωμάτιο: σε ράφια, συρτάρια, ντουλάπια, παντελόνια, φόρμες, μπουφάν… Βρήκα μόνο 90 λεπτά. Είχα βλέπετε χαλάσει πολλά το σαββατοκύριακο. Κέρασα το κορίτσι ένα γαλακτομπούρεκο με παγωτό καϊμάκι στα Σερμπέτια. Την έβλεπα να κατεβάζει αργά-αργά, μία-μία τις μπουκιές, να γλείφει τα σιρόπια από τα χείλη της, και να αφήνει αναστεναγμούς ευχαρίστησης και σκεφτόμουν που πάνε τα τελευταία μου 8 ευρώ. Αν τα είχα τώρα δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να σπάσω το γουρουνάκι που γέμιζα από μικρό παιδί. Ένα ροζ, γύψινο, μικρό γουρουνάκι με κοντά ποδαράκια που δεν χωράει και πολλά-πολλά στο στομαχάκι του. Δεν έψαχνα πολλά όμως. 70 λεπτά. Τι στο καλό, από 7 χρονών το ταΐζω. Βγήκα στο μπαλκόνι και το άφησα στο μάρμαρο. Πήρα ένα τσεκούρι που βρήκα παραδίπλα, το σήκωσα ψηλά και το κατέβασα με δύναμη πάνω στη πλάτη του γουρουνιού. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Μικρά και μεγάλα κομμάτια γύψου πετάχτηκαν αριστερά και δεξιά. Κέρματα κατρακύλησαν σε όλο το μπαλκόνι: πενηντάρικα, εικοσάρικα, δεκάρικα, τάλιρα, δίφραγκα και δραχμές. Ούτε ένα ευρώ! Αγχώθηκα. Σηκώθηκα όρθιος και πήγα στην κουζίνα να βάλω ένα ποτήρι νερό. Το κινητό άρχισε να δονείτε. Η Τασούλα. Το σηκώνω με τα χέρια ιδρωμένα. «Έλα…», είπα διστακτικά. Ακολούθησε ένας κατακλυσμός λέξεων: «Δε θα σε περιμένω άλλο. Μπαίνω να δω την ταινία. Να κανονίζεις άλλη φορά καλύτερα το χρόνο σου». Και μετά σιωπή. Δυο μέρες.

 Χθες το βράδυ μου δάνεισε ο αδερφός μου 50 ευρώ. Για να πάρω κάρτα, δημητριακά, ξυραφάκια, τζελ για τα μαλλιά και ψωμί. Τα εντελώς απαραίτητα δηλαδή. Έβαλα κάρτα, τηλεφώνησα, έστειλα sms, mms, email -με χαμηλότερες χρεώσεις από πριν- αλλά η Τασούλα καμιά απάντηση. Πέρασα απ΄ το φούρνο να της πω μια καλημέρα, αλλά δεν ήταν εκεί. Ο πατέρας της, μου είπε ότι ήταν αδιάθετη. Δεν τον πίστεψα. Πήρα δυο φρατζόλες ολικής αλέσεως και επέστρεψα σπίτι μου. Έκοψα τη μία στη μέση και την άνοιξα στο πλάι με ένα καλά ακονισμένο  μαχαίρι. Έβγαλα απ’ το ψυγείο, βούτυρο, μαγιονέζα, μαρούλι, ντομάτα, τυρί για τοστ και γαλοπούλα και τη γέμισα. Έτσι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω.

Υ.Γ.: Μήπως, κάποιος που είδε την ταινία, μπορεί να μου εξηγήσει γιατί έχει τσαντιστεί η Τασούλα;         
 

Αρραβωνιάζομαι!

Ναι καλά διαβάσατε. Αρραβωνιάζομαι το Σάββατο. Βασικά για να κερδίσω λίγο ακόμα χρόνο. Όπως ο Ηλιόπουλος σε εκείνη την ελληνική ταινία (δε θυμάμαι τίτλο…;). Και επειδή η Τασούλα θα μου γίνει στενός κορσές από εδώ και στο εξής θα χρειαστώ τη βοήθειά σας. Ό,τι ακούσετε από φίλους σας ή ό,τι δείτε σε αγγελίες, blogs, sites, μαγαζιά, τοίχους, κολώνες… και έχει σχέση με πωλήσεις, διαφήμιση, προωθητικές ενέργειες, εκδηλώσεις, interactive promotions, experiential μάρκετινγκ, ambient media, viral campaigns, κινηματογράφο, βιβλιοπωλεία, πολυκαταστήματα και πολυχώρους ψυχαγωγίας στείλτε το εδώ ή στο email μου, oanergos@yahoo.com.   

Ευχαριστώ εκ των προτέρων.

O anergos.