…και η κόρη του φούρναρη!

Posts tagged ‘κηδεία’

Σήμερα το σπίτι μας μοιάζει με ψαροταβέρνα.

Στο σαλόνι έχουν προστεθεί άλλα δύο τραπέζια. Ένα μεγάλο στρογγυλό από ξύλο καρυδιάς, και ένα μικρό πλαστικό. Το μεγάλο το κουβαλήσαμε χθες από τη θεία μου. Το είχε στην τραπεζαρία της. Άμα δεν το ανοίξεις μπορούν να καθίσουν άνετα 5 άτομα. Αν το ανοίξεις παίρνει γύρω στα 8 με 10 άτομα. Το πλαστικό, είναι από αυτά που σπάνε στη μέση και μπορείς να τα πάρεις στην εξοχή ή να τα βάλεις σε ένα μπαλκόνι. Λευκό, ελαφρώς σκουριασμένο, παίρνει 3 με τέσσερα άτομα. Το δικό μας είναι σαν της θείας μου, απλά λίγο μεγαλύτερο. Κλειστό χωράει 6 με 7 άτομα. Ανοιχτό 12-13. Τα τραπέζια είχαν πάνω τα «καλά» – κεντημένα στο χέρι-  τραπεζομάντιλα και το «καλό» σερβίτσιο – ασημένια κουταλομαχαιροπίρουνα, πορσελάνινα πιάτα, κρυστάλλινα ποτήρια της μαμάς μου. 
Στην κουζίνα δυο θείες μου, μια γειτόνισσα και η μαμά μου ετοιμάζουν το μενού. Βραστά λαχανικά για σαλάτα, Ψαρόσουπα για πρώτο πιάτο, ψάρι με βραστή πατάτα  για κυρίως, καφές και παξιμάδι για επιδόρπιο. Εγώ κάθομαι στο δωμάτιο μου. Ξαπλωμένος. Δεν ανακατεύομαι. Δεν μπορώ τις φωνές. Απλώς τις ακούω. «Βράσανε τα καρότα», «Είναι εντάξει το ψάρι», «Το θες πιο πηχτό το αυγολέμονο»…   Η μαμά μου έχει χάσει τη γεύση της και έτσι αναγκάστηκα εμπιστεύεται τις αδερφές της και την γειτόνισσα-φίλη της. Στο αλάτι, στο λεμόνι, στο λάδι… σε όλα. Αν κάτι πάει στραβά και δε μείνουν ευχαριστημένοι οι καλεσμένοι θα τα ακούσουν! Όπως τα ακούω και εγώ κάθε μέρα, όταν δε βρίσκω τι λείπει από το φαγητό που μου δίνει να δοκιμάσω. Είναι δύσκολη δουλειά, θέλει γνώσεις και πάνω από όλα υπομονή. Η θεία Βούλα δεν την έχει και έτσι την στέλνουν στην υποδοχή.
Το κουδούνι της πολυκατοικίας χτυπάει. Μετράω γύρω στις 25 φορές. Το ασανσέρ ανεβαίνει. Γύρω στις 40 φορές. Είναι μικρό. Ανεβαίνουν δύο-δύο. Η πόρτα είναι ανοιχτή. «Ζωή σε σας», «Να ζείτε να τον θυμάστε» εύχονται οι καλεσμένοι. Ακούω κλάματα. Της θείας μου, της μαμάς μου. «Κουράγιο» λέω στον εαυτό μου. «Που είναι τα παιδιά, ο Αδάμ;» ρωτάνε οι περισσότεροι. Κρύβομαι. Δεν έχω όρεξη να σας δω. Φοβάμαι πως θα δω κάτι ψεύτικο στο πρόσωπό σας. Ίσως μια χαρά, βαθιά μέσα σας. Θα βγω όταν ξεκινήσετε να τρώτε. Όταν θα έχετε γεμάτο το στόμα και δεν θα μπορείτε να μιλήσετε.             
Το σερβίρισμα αρχίζει. Οι καλεσμένοι κάθονται. Το γεύμα αρχίζει. Πιάνω μια γωνία και τρώω τη σούπα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Το κουτάλι μου έχει πάρει φωτιά. Σε δύο λεπτά έχω τελειώσει. Σηκώνομαι και επιστρέφω στο δωμάτιό μου. «Υπέροχη», «Το αυγολέμονο έχει δέσει τέλεια», «Μπράβο Δέσποινα» οι πρώτες κουβέντες των καλεσμένων. Και η σαλάτα, και η σούπα, και το ψάρι όλα πεντανόστιμα. «Καφέ κανείς;» ρωτάει η θεία μου. Η κουζίνα μετατρέπεται σε καφενείο. Και το σαλόνι. Ανοίγονται θέματα για την ζωή, και τον θάνατο. Πόσοι ήρθανε και πόσοι φύγανε. Τα σερβίτσια μαζεύονται.
Χρόνια είχε η μαμά μου να κάνει ένα τόσο μεγάλο τραπέζι. Της το έλεγα συνέχεια. Το σπίτι θέλει κόσμο, ζωντάνια, χαρές, όχι μόνο καθάρισμα, γκρίνια και φασαρίες. Να τώρα. Το άνοιξες, κάλεσες κόσμο, έκανες ένα μεγάλο τραπέζι.
Ο κόσμος αρχίζει να φεύγει. «Ευχαριστούμε» λέμε σε όλους. Να μας προτιμήσετε και την επόμενη φορά. Στην χασαποταβέρνα που θα ανοίξουμε την Τσικνοπέμπτη.

Υ.Γ.: Γιατί τρώμε ψαρόσουπα μετά από κηδεία;